Πάει ένα άλογο σε ένα μπαρ…

Πάει ένα άλογο σε ένα μπαρ. Κοιτάζει δεξιά, βλέπει τρεις σκαντζόχοιρους. Κοιτάζει αριστερά, βλέπει ένα παγόνι παρέα με μία καμηλοπάρδαλη. Κοιτάζει πίσω, βλέπει 3 σκύλους.
Πλησιάζει το μπάρμαν, ζητάει τιμοκατάλογο και μόλις ρίχνει μία ματιά του λέει:
– Με τέτοιες τιμές, πώς περιμένεις να πατήσει άνθρωπος εδώ μέσα;

Οι σκώροι

Είναι η κυρία στο κρεβάτι με τον εραστή της, οπότε ακούει να μπαίνει σπίτι ο άντρας της. Δεν προλαβαίνει ούτε να ντυθεί ο άλλος, και τον κρύβει μέσα στη ντουλάπα.
Έρχεται, λοιπόν στην κρεβατοκάμαρα ο άντρας της και βλέπει τη γυναίκα του γυμνή. Κάτι υποψιάζεται και πάει αμέσως και ανοίγει την πόρτα της ντουλάπας, οπότε βλέπει μέσα το γυμνό άντρα.
“Ποιος στο διάολο είσαι εσύ;”, του λέει.
“Εμ, ε, είμαι από την εταιρία απολύμανσης. Με φώναξε η γυναίκα σας για να σκοτώσω τους σκώρους”, απαντάει ο τύπος.
“Τι ψευτιές είναι αυτές ρε; Χωρίς ρούχα;”, λέει ο σύζυγος.
Ο εραστής κοιτάζεται δήθεν έκπληκτος που δεν φοράει ρούχα, και λέει:
“Α, τους παλιοσκώρους”

Ο κομπάρσος

Ένας νεαρός ηθοποιός πάει σε μια οντισιόν για κομπάρσους. Τον βλέπει ο σκηνοθέτης, του δίνει ένα βιβλίο με το ρόλο του, του λέει να τον μάθει καλά και να πάει για πρόβα.
Πάει ο πιτσιρικάς στο σπίτι, ανοίγει την πρώτη σελίδα και διαβάζει:
Βγαίνεις στη σκηνή, φτάνεις στη μέση και λες με δέος: “Πω πωωω μια κανονιά!”, προχωράς και φεύγεις από τη σκηνή.
Γυρίζει στη 2η σελίδα: άδεια. Η τρίτη το ίδιο, ξεφυλλίζει όλο το υπόλοιπο βιβλίο: άδειο.
Το επόμενο πρωί πάει στο θέατρο και ρωτάει το σκηνοθέτη:
– Μα καλά, μόνο αυτό θα κάνω;
– Εντάξει, του απαντάει αυτός, δεν είναι μεγάλος ρόλος, αλλά έτσι ξεκινάνε όλοι. Αν τα πας καλά, θα έχεις καλύτερο ρόλο του χρόνου. Για πάμε μια πρόβα τώρα…
Ανεβαίνει στη σκηνή ο νεαρός, προχωράει στη μέση και λέει κάπως νωθρά: “Πω πω μια κανονιά.”
– Τι είναι αυτό; Πως το λες έτσι; Δε νοιώθεις το δέος; Πρέπει να βγαίνει από μέσα σου κλπ, κλπ.
Όλη την υπόλοιπη εβδομάδα ο νεαρός στο σπίτι έλεγε και ξανάλεγε μόνος του: “ΠΩ ΠΩΩΩ ΜΙΑ ΚΑΝΟΝΙΑ!! ΠΩΩΩ ΜΙΑ ΚΑΝΟΝΙΑ!!ΠΩΩΩ ΜΙΑ ΚΑΝΟΝΙΑ!!”
Με τα πολλά, φτάνει η πρεμιέρα, ανοίγει η αυλαία, προχωράει, φτάνει στη μέση και την ώρα που ήταν να πει τα λόγια του, ακούει πίσω του έναν τεράστιο κρότο: ΜΠΟΥΟΥΟΥΟΥΜ.
Σκύβει έντρομος, βάζοντας τα χέρια πάνω από το κεφάλι του και λέει:
– ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ;;;

Η μάσκα οξυγόνου

Ήταν η μέρα όπου όλα τα παιδιά στην τάξη έπρεπε να φέρουν από μία συσκευή το καθένα.
Η δασκάλα:
– Αννούλα, τι έφερες να μας δείξεις;
Η Αννούλα:
– Έφερα ένα φουρνάκι που μου το έδωσε η μαμά μου και μου είπε ότι σε αυτό ζεσταίνουμε το φαγητό ή το ξεπαγώνουμε.
Η δασκάλα:
– Μπράβο, Αννούλα. Εσύ Γιωργάκη, τι μας έφερες;
Ο Γιωργάκης:
– Εγώ έφερα ένα ψυγειάκι που μου το έδωσε ο μπαμπάς μου και μου είπε ότι σε αυτό βάζουμε τρόφιμα και άλλα πράγματα για να παγώσουν.
Η δασκάλα:
– Μπράβο, Γιωργάκη.
Έρχεται η σειρά του Τοτού.
Η δασκάλα:
– Εσύ Τοτέ, τι μας έφερες;
Ο Τοτός:
– Εγώ έφερα μία μάσκα οξυγόνου που την πήρα από τον παππού μου:
– Και τι είπε ο παππούς σου για την μάσκα;
– “Δεν… μπορώ… να… αναπνεύσω!!!!”

Το μοναχοπαίδι

Ο Τοτός επιστρέφει σπίτι του από το σχολείο και λέει στη μητέρα του :
– Μαμά, η δασκάλα με ρώτησε σήμερα αν έχω άλλα μικρότερα αδελφάκια, που θα πάνε κι αυτά στο ίδιο σχολείο.
– Πολύ ευγενικό το ενδιαφέρον της, σχολιάζει η μητέρα. Και τι είπε μόλις έμαθε πως είσαι μοναχοπαίδι;
– Δόξα σοι ο Θεός!!!

Μια ξανθιά μόνη στο σπίτι…

Μια ξανθιά είναι μόνη στο σπίτι, και στη μέση της νύχτας, ακούει ένα περίεργο θόρυβο.
– Ποιός είναι εκεί;;; ρωτάει με τη καρδιά της έτοιμη να σπάσει
– Κανείςςςςςςς… απαντά ψιθυριστά μια φωνή
– Ουφ, αϊ στο καλό, και τρόμαξα!