Χέλια

Μιά μέρα 2 χέλια μπήκαν σε μια καφετέρια, σε χωριστά τραπέζια.
Ξαφνικά αρχίζει το ένα να λέει σε μια κοπέλα που καθότανε σε ένα άλλο τραπέζι:
– Πω πω τι είσαι εσύ, παιδί μου!
Το άλλο χέλι πειραγμένο με τον τρόπο που μίλαγε το χέλι στην κοπέλα σηκώνεται και του λέει:
– Τι θες ρε φίλε, έχεις κάποιο πρόβλημα με την κοπέλα;
Και έτσι άρχισε ένας καβγάς ανάμεσα στα 2 χέλια.
Ξάφνου μπαίνει μέσα ένας πρόσκοπος, και καθώς είδε τα 2 χέλια να μαλώνουν είπε:
– Σταματήστε παιδιά. Δεν υπάρχει λόγος να μαλώνετε.
Και τα χέλια τσαντίστηκαν και άρχισαν να τον πλακώνουν στο ξύλο.
Ποιό είναι το ηθικό δίδαγμα;
“Το ένα χέλι δέρνει το άλλο και τα δυό τον πρόσκοπο.”

Γκούχου-γκούχου

Ένα πολύ μικρό αυτοκίνητο σταματάει σε ένα πρατήριο βενζίνης.
Ο οδηγός ζητάει από τον υπάλληλο να του βάλει μια κουταλιά της σούπας βενζίνη και ένα κουταλάκι του γλυκού λάδι.
Τότε ο υπάλληλος γυρίζει και του λέει:
– Μήπως θέλετε να βήξω, για να σας φουσκώσω και τα λάστιχα;

Σε 3 μέρη!

Πάει ένας στον ορθοπεδικό μεγάλου νοσοκομείου, με το χέρι του να κρέμεται σα λαστιχένιο.
– Γιατρέ έσπασα το χέρι μου σε τρία μέρη. Τι μπορούμε να κάνουμε;
– Να μην ξαναπάς σε αυτά τα μέρη.

Το ακριβές αντίτιμο

Μπαίνει κάποιος στο μπαρ, ακολουθούμενος από μια στρουθοκάμηλο. Κάθεται κι ο μπάρμαν έρχεται να πάρει την παραγγελία.
– Μια μπίρα για μένα, λέει ο άντρας.
Και, γυρνώντας στη στρουθοκάμηλο, τη ρωτάει:
– Εσύ τι θα πάρεις;
– Κι εγώ μια μπίρα, απαντάει η στρουθοκάμηλος.
Ο μπάρμαν τους φέρνει τις μπίρες και ζητάει 8,24 ευρώ.
Ο άνδρας βάζει το χέρι στην τσέπη και βγάζει ακριβώς 8,24 ευρώ και τα δίνει στον μπάρμαν.
Το επόμενο βράδυ πάλι η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται: Δυο μπίρες για τον άντρα και τη στρουθοκάμηλο, ο άντρας πληρώνει 8,24 ευρώ ακριβώς, χωρίς να χρειαστεί να πάρει ρέστα. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια και ο μπάρμαν πλέον δεν αντέχει και ρωτάει:
– Πώς τα καταφέρνετε και πάντα έχετε το ακριβές αντίτιμο των ποτών στην τσέπη σας;
– Α, απαντάει ο άνδρας, πριν από κάμποσα χρόνια καθάριζα το πατάρι και βρήκα ένα παλιό λυχνάρι, το έτριψα και το τζίνι πετάχτηκε έξω και μου είπε ότι θα πραγματοποιούσε δυο επιθυμίες μου. Η πρώτη ήταν ότι, όταν θα χρειαζότανε να πληρώσω κάτι, θα είχα πάντα το ακριβές αντίτιμο στην τσέπη μου.
– Φοβερό! αναφώνησε ο μπάρμαν. Οι πιο πολλοί άνθρωποι θα είχαν ζητήσει ένα εκατομμύριο δολάρια ή κάτι τέτοιο, αλλά εσείς, με αυτό που ζητήσατε, θα είσαστε πάντα όσο πλούσιος θέλετε, για όσο ζείτε.
– Σωστά! λέει ο άντρας. Είτε πρόκειται για ένα λίτρο γάλα, είτε για μια Rolls Royce, πάντα έχω το ακριβές αντίτιμο στην τσέπη μου.
– Και κάτι ακόμη θα ήθελα να σας ρωτήσω. Γιατί κυκλοφορείτε πάντα με την στρουθοκάμηλο;
– Α, ξεροβήχει ο άνδρας, η δεύτερη επιθυμία μου ήταν να έχω πάντα στο πλευρό μου ένα θηλυκό με μακριά πόδια.

Χωρίς αυτιά

Μια μέρα, η οικογένεια του Τοτού, αποφάσισε να επισκεφθεί μια φιλική τους οικογένεια. Ο γιος τους όμως, είχε μια ιδιαιτερότητα. Δεν είχε αυτιά. Οπότε οι γονείς του Τοτού τον συμβούλεψαν να μην κάνει καμία ερώτηση για τα αφτιά του παιδιού και τους φέρει σε δύσκολη θέση.
Καθώς ο Τοτός συζητούσε με τον πατέρα του παιδιού λέει:
– Ο γιος σας βλέπει καλά;
– Ναι, πολύ καλά.
– Σε 20 χρόνια; Θα βλέπει καλά;
– Πιστεύω πως θα βλέπει καλά.
– Σε 40 χρόνια; Θα βλέπει;
– Ε, σε 40 χρόνια, μάλλον θα χρειαστεί γυαλιά.
– Και που θα τα στηρίζει;

Ο παπάς που πνιγόταν

Ήταν ένας παπάς και πνιγόνταν στην θάλασσα και περνάει ένα καράβι:
– Παπά, έλα, πιάσε το σωσίβιο να σωθείς.
– Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ο παπάς.
Περνάει άλλο καράβι:
– Έλα, παπά, να σε σώσουμε! Θα πνιγείς!
– Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει πάλι ο παπάς.
Περνάει τρίτο καράβι:
– Παπά, έλα να σε σώσουμε!
– Όχι, τέκνον μου, δεν χρειάζεται, εμένα θα με σώσει ο Θεός, λέει ξανά ο παπάς.
Με αυτά και με αυτά ο παπάς πνίγεται, πάει στον παράδεισο και λέει στον Θεό:
– Περίμενα να με σώσεις, και εσύ τίποτα!
– Ρε μαλάκα, τρία καράβια σου έστειλα να σε σώσουνε, και εσύ με έγραψες!

Η μαμά νυχτερίδα

Ήταν μία νυχτερίδα που είχε τρία νυχτεριδάκια.
– Όποιος μου φέρει περισσότερο αίμα, τους λέει μία μέρα, θα τον αγαπάω πιο πολύ από όλους!
Φεύγει το πρώτο και γυρνάει σε λίγο με αίμα σε όλο το κεφάλι του.
– Που το βρήκες τόσο αίμα, παιδί μου;
– Βλέπεις εκείνο το χωριό, μαμά; Πήγα και ήπια το αίμα όλων των κατοίκων!!
– Μπράβο, παιδί μου!
Φεύγει το δεύτερο και γυρνάει σε λίγο με αίμα στο κεφάλι και τα φτερά του.
– Που το βρήκες τόσο αίμα, παιδί μου;
– Βλέπεις εκείνη την πόλη, μαμά; Πήγα και ήπια το αίμα όλων των κατοίκων!!
– Μπράβο, παιδί μου!
Φεύγει και το τρίτο και γυρνάει βουτηγμένο στο αίμα.
– Που το βρήκες τόσο αίμα, παιδί μου;
– Βλέπεις εκείνη την κολώνα, μαμά;
– Ναι, λέει η μαμά.
– Εεεε, εγώ δεν την είδα!!!